Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καζαμπλάνκα (ταινία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καζαμπλάνκα
Casablanca
ΣκηνοθεσίαΜάικλ Κερτίζ
ΠαραγωγήΧαλ Ουόλις
ΣενάριοΤζούλιους Έπσταϊν, Φίλιπ Έπσταϊν, Χάουαρντ Κοκ, Κέισι Ρόμπινσον και Χάουαρντ Γ. Κοχ[1]
Βασισμένο σεEverybody Comes to Rick's
ΠρωταγωνιστέςΧάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Πολ Χένριντ, Κλοντ Ρέινς, Conrad Veidt, Σίντνεϊ Γκρίνστριτ, Πίτερ Λόρε, S. Z. Sakall, Μαντλέν ΛεΜπω, Dooley Wilson, Τζόι Πέιτζ, Χέλμουτ Νταντίν, Τζον Κουάλεν, Φρανκ Πούλια, Λεονίντ Κίνσκι, Curt Bois, Ludwig Stössel, Ilka Grüning, Trude Berliner, Louis V. Arco, Μαρσέλ Νταλιό, Hans Heinrich von Twardowski, Αλμπέρτο ​​Μορίν, Μπάρι Νόρτον, Νταν Σέιμουρ, George Dee, Τζορτζ Μίκερ, Ζορζ Ρενεβάν, Τζίνο Κοράντο, Jamiel Hasson, Ζαν ντε Μπριάκ, Ζαν ντελ Βαλ, Leo White, Leon Belasco, Νόρμα Βάρντεν, Πολ Πάνζερ, Paul Porcasi, Richard Ryen, Κρίτον Χέιλ[1], Τζορτζ Τζ. Λιούις[1], Gregory Gaye[1], Frank Mazzola[1], Wolfgang Zilzer[1], Ellinor Vanderveer[1], Όλιβερ Μπλέικ, Adrienne D'Ambricourt, Γουίλιαμ Έντμουντς και Λούι Μερσιέ
ΜουσικήΜαξ Στάινερ
ΦωτογραφίαΆρθουρ Έντισον
ΜοντάζΌουεν Μαρκς
ΕνδυματολόγοςOrry-Kelly[2]
Εταιρεία παραγωγήςWarner Bros. και Warner Bros. Pictures
ΔιανομήWarner Bros.
Πρώτη προβολή26  Νοεμβρίου 1942 (Νέα Υόρκη)[3][4], 23  Ιανουαρίου 1943 (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής)[4], 11  Οκτωβρίου 1943 (Σουηδία)[5] και 1942
Διάρκεια102 λεπτά[6]
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαΑγγλικά
Προϋπολογισμός$878,000[7]
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Το τρέιλερ της ταινίας

Η Καζαμπλάνκα (αγγλικά: Casablanca) είναι Αμερικανική ρομαντική δραματική ταινία του 1942, σκηνοθετημένο από τον Μάικλ Κερτίζ, βασισμένο σε θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπέρνετ, Τζόαν Άλισον, με τίτλο Everybody Comes to Rick's. Πρωταγωνιστούν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν και ο Πολ Χένριντ. Η ταινία τοποθετείται στην εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επικεντρώνεται στο δίλημμα ενός Αμερικανού που ζει στην Καζαμπλάνκα, ο οποίος έχει να επιλέξει μεταξύ της γυναίκας που αγαπάει και της βοήθειας που μπορεί να δώσει σε έναν Τσεχοσλοβάκο αντιστασιακό, σύζυγο της αγαπημένης του, ο οποίος θέλει να διαφύγει από τη γαλλοκρατούμενη Καζαμπλάνκα του Μαρόκου, ώστε να συνεχίσει τον αγώνα κατά του Γ' Ράιχ.

Η Ιρίνα Νάιμοντ πείθει τον παραγωγό Χαλ Ουόλις να αγοράσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου, ώστε να κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 1942. Το σενάριο είχε ανατεθεί αρχικά στα αδέλφια Έπσταϊν Τζούλιους και Φίλιπ. Ωστόσο, παρά την αντίσταση από το στούντιο, πάνε να δουλέψουν επάνω στο σενάριο μιας σειράς του Φρανκ Κάπρα, το Why We Fight. Παράλληλα το σενάριο της ταινίας ανατέθηκε στον Χάουρντ Ε, Κοχ, μέχρι οι αδελφοί Επστέιν να επιστρέψουν, ένα μήνα αργότερα. Ο Κέισι Ρόμπινσον, βοηθούσε για 3 βδομάδες στο σενάριο, η συμμετοχή του όμως θα κατέληγε ανεπίσημη. Ο Ουόλις αρχικά ήθελα για σκηνοθέτη της ταινίας τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό τη δεδομένη χρονική στιγμή, έτσι στη συνέχεια κατέληξε στον Μάικλ Κερτίζ. Η φωτογράφιση ξεκίνησε 25 Μαΐου του 1942 και τα γυρίσματα στις 3 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Τα γυρίσματα της ταινίας έλαβαν χώρο, εξ ολοκλήρου στα στούντιο της εταιρείας Warner Bros. σε μία πόλη της Καλιφόρνιας, το Μπέρμπανκ, με μοναδική εξαίρεση κάποια γυρίσματα στο αεροδρόμιο Van Nuys Airport, στο Βαν Άις, του Λος Άντζελες.

Αν και η Καζαμπλάνκα είχε πρωτοκλασάτους συντελεστές, με την παραγωγή της δεν ασχολήθηκαν αρκετά, καθότι δεν αναμενόταν να υπάρξει κάποια έκπληξη.[8] Ήταν απλώς μία από τις εκατοντάδες ταινίες που παράγονται στο Χόλλυγουντ, κάθε χρόνο. Η Καζαμπλάνκα την πρώτη της παγκόσμια προβολή την έκανε στη Νέα Υόρκη στις 26 Νοεμβρίου 1942, ενώ στις ΗΠΑ στις 23 Ιανουαρίου του 1943. Η ταινία ήταν επιτυχημένη στην πρώτη της προβολή, αλλά μετά την εισβολή των Συμμάχων στη Βόρεια Αφρική, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν αυτή τη δημοσιότητα και να την κυκλοφορήσουν 2-3 εβδομάδες αργότερα.[9] Η φήμη της ταινίας μεγάλωσε και το κοινό την αγκάλιασε. Η ταινία έλαβε οκτώ υποψηφιότητες και κέρδισε τρία Όσκαρ, ανάμεσα τους Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας,[10][11] οι αξέχαστες στιχομυθίες της[12][13][14] και η μουσική της,[15] έγιναν όλα πασίγνωστα στην λαϊκή κουλτούρα. Η ταινία σταθερά, ακόμα και σήμερα, κατατάσσεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Σίντνεϊ Γκρίνστριτ ως Φέραρι (αριστερά) και Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ως Ρικ.

Η ταινία προλογίζεται με το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής. Εξιστορεί το πως μετανάστευαν από τη Γαλλία, μετά την κατάληψή της από τα γερμανικά στρατεύματα, ώστε να φτάσουν στην Αμερική. Η Καζαμπλάνκα για αυτούς ήταν ο προτελευταίος σταθμός. Πολλοί όπως αναφέρει το προλογικό της ταινίας έμεναν εκεί πέρα, μη μπορώντας να βγάλουν άδεια για να ταξιδέψουν με το αεροπλάνο στη Λισαβόνα και από εκεί με καράβι στην Αμερική.

Στην κατεχόμενη, λοιπόν, Καζαμπλάνκα, εμφανίζεται ο Γερμανός Ταγματάρχης Στράσερ, καθότι δολοφονήθηκαν δύο Γερμανοί αγγελιοφόροι. Όταν ο Γερμανός Ταγματάρχης Στράσερ καταφτάνει στην Καζαμπλάνκα, ο αρχηγός της γαλλικής αστυνομίας, στη Καζαμπλάνκα, Ρενώ κάνει ό,τι μπορεί για να τον ευχαριστήσει, υπόσχεται επίσης να του παραδώσει τον διάσημο Τσέχο αρχηγό της Αντίστασης Βίκτορ Λάζλο. Ωστόσο, την εμφάνισή του κάνει και ο Ρικ, ένας Αμερικανός, που έμεινε στην Καζαμπλάνκα και διευθύνει ένα από τα πιο φημισμένα κέντρα διασκέδασης στην πόλη. Ο Ρικ μοιάζει να είναι κυνικός και να ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του. Ένα βράδυ, λοιπόν, πλησιάζει τον Ρικ ο Ουγκάρτε και του αποκαλύπτει ότι έχει δύο επιστολές επιβίβασης για το αεροπλάνο και δη υπογεγραμμένες από τον ντε Γκωλ, σκοπεύοντας να τις πουλήσει αδρά. Όμως φοβάται να τις κρατήσει και τις δίνει στον Ρικ, ώστε να τις φυλάει. Οι δύο αγγελιοφόροι Γερμανοί κουβαλούσαν αυτές τις δύο επιστολές και η αστυνομία συλλαμβάνει τον Ουγκάρτε μες στο μαγαζί την ώρα που ήρθε ο Γερμανός Ταγματάρχης, ώστε να τον εντυπωσιάσουν με την αποτελεσματικότητά τους. Οι επιστολές έμειναν στον Ρικ.

Το ίδιο βράδυ στο κέντρο εμφανίζονται οι Βίκτορ Λαζλο και Ίλσα Λάντ, οι οποίοι έψαχναν τον Ουγκάρτε. Ο Λάζλο γίνεται αντιληπτός από ένα μέλος της αντίστασης που του λέει ότι ο Ουγκάρτε συνελήφθη. Όσο ο Λάζλο μιλά με τον αντιστασιακό, η Ίλσα συναντά έναν παλιό της γνώριμο, τον πιανίστα του μαγαζιού και του ζητά να της παίξει ένα κομμάτι, το As Time Goes By. Ο Ρικ που απουσίαζε, μόλις άκουσε αυτό το κομμάτι έγινε έξαλλος. Μέχρι που είδε την Ίλσα και έμεινε άφωνος. Κατόπιν, όταν όλοι έφυγαν από το μαγαζί, ο Ρικ ζητά από τον πιανίστα να παίξει πάλι αυτό το κομμάτι και η ταινία αρχίζει αναδρομικά να εξιστορεί τι είχε συμβεί στο Παρίσι με την Ίλσα: Μεταξύ άλλων, ο Ρικ και η Ίλσα είχαν ερωτευθεί αληθινά και ζούσαν τον έρωτά του, στο Παρίσι, υπό τη σκιά του πολέμου. Η κατάληψη δεν άργησε της πόλης και ο Ρικ έπρεπε να φύγει, προτείνοντας στην Ίλσα αρχικά να τον παντρευτεί και κατόπιν να τον ακολουθήσει. Στον σταθμό των τραίνων, όμως, η Ίλσα δεν εμφανίστηκε ποτέ. Το κομμάτι του θύμιζε το Παρίσι. Σταματώντας την αναδρομή η ταινία επανέρχεται στο μαγαζί, με την Ίλσα να εμφανίζεται. Ο Ρικ, κυνικός και μεθυσμένος όπως ήταν, της μιλά πολύ άσχημα.

Black-and-white film screenshot of a man and woman as seen from the shoulders up. The two are close to each other as if about to kiss.
Ο Ρικ και η Ίλσα έτοιμοι να φιληθούν

Ωστόσο, ο Λάζλο πληροφορείται ότι ο Ρικ έχει αυτές τις δύο επιστολές, που επρόκειτο να πάρει από τον Ουγκάρτε, τη βραδιά της σύλληψής του. Όταν, όμως, ο Λάζλο παρακαλά τον Ρικ να του δώσει τις επιστολές, εκείνος αρνείται με οποιοδήποτε κέρδος και του λέει να ρωτήσει τη γυναίκα του το γιατί. Αργότερα ο Λάζλο ενημερώνει την Ίλσα για τις εξελίξεις, η οποία αργά το βράδυ, και κατά την απουσία του Λάζλο, πάει στο κέντρο. Αρχικά μέχρι και με όπλο θα τον απειλήσει για να πάρει τις επιστολές, στη συνέχεια όμως λυγίζει και εκμυστηρεύεται στον Ρικ ότι τον αγαπά ακόμα και ότι είναι διατεθειμένη να μείνει μαζί του. Το ίδιο βράδυ η συνάντηση του Λάζλο με άλλους αντιστασιακούς δεν πάει πολύ καλά και τραυματισμένος μπαίνει στο κέντρο, αφού εκεί τον οδήγησε ο σερβιτόρος. Εκεί ο Λάζλο λέει στον Ρικ, αφού αγαπά κι εκείνος τη γυναίκα του, να του δώσει τις επιστολές για εκείνη, ώστε να σωθεί, κι αυτός ας μείνει στην Καζαμπλάνκα. Όμως οι αστυνομικοί εισβάλουν στο κέντρο και συλλαμβάνουν τον Λάζλο.

Την επομένη ο Ρικ πηγαίνει στον Ρενώ, τον αρχηγό της αστυνομίας, και του αποκαλύπτει ότι αυτός έχει τις επιστολές και ότι είναι διατεθειμένος να δώσει τον Λάζλο στην αστυνομία και στον Γερμανό Ταγματάρχη, ώστε να οδηγηθεί σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, κι αυτός να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τις επιστολές και να φύγει μαζί με την Ίλσα στην Αμερική. Έτσι καταστρώνει ένα σχέδιο με τον Ρενώ, στο οποίο συμφωνήσαν να δώσει τις επιστολές στον Λάζλο και να τον πιάσει ο Ρενώ, αφού οι επιστολές βρέθηκαν στα χέρια του. Όμως ο Ρικ είχε άλλα σχέδια. Αφού όλοι είναι μαζεμένοι στο κέντρο (Ίλσα, Ρικ, Ρενώ, Λάζλο) και ο Ρενώ πάει να κάνει τη σύλληψή του, ο Ρικ τον σημαδεύει με το όπλο και του λέει να πάρει τηλέφωνο στο αεροδρόμιο και να επιτραπεί στον Λάζλο να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Όμως ο Ρενώ αντί να τηλεφωνήσει στο αεροδρόμιο τηλεφωνεί στον Ταγματάρχη.

Η ταινία τελειώνει στο αεροδρόμιο. Ο Ρικ πείθει την Ίλσα να ανέβει στο αεροπλάνο, λέγοντάς της και μία από τις πιο γνωστές φράσεις τις ταινίας Εμείς θα έχουμε πάντα το Παρίσι (We'll always have Paris). Στο μεταξύ καταφτάνει και ο Ταγματάρχης, ο οποίος παρά την απειλή όπλου τηλεφωνεί στο κέντρο ελέγχου να ακυρώσει την πτήση. Ο Ρικ τον πυροβολεί. Και ο Ρενώ, αντί να ζητήσει από τους αστυνομικούς να τον συλλάβουν τον αφήνει, αφού του δημιουργήθηκαν πατριωτικά συναισθήματα. Η ταινία κλείνει με τους δυο τους να φεύγουν και να συζητούν, ενώ το αεροπλάνο απογειώνεται.

Η ταινία, η οποία είχε αρχικό τίτλο Everybody Comes To Rick's και για την επιτυχία της οποίας η εταιρία παραγωγής Warner Bros. δεν ήταν σίγουρη, έμελλε να γίνει μια από τις θρυλικότερες και δημοφιλέστερες ταινίες όλων των εποχών. Όλα ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 1942, όταν η σεναριογράφος Άιριν Ντάιαμοντ έπεισε τον παραγωγό Χαλ Ουόλις να αγοράσει τα δικαιώματα του θεατρικού έργου των Μάρεϊ Μπουρνέτ και Τζόαν Άλισον Everybody Comes To Rick's που ακόμη δεν είχε ανέβει στο θέατρο[16][17]. Ο Ουόλις αγόρασε τα δικαιώματα του θεατρικού έναντι 20.000 δολαρίων (μεγάλο ποσό αν αναλογιστεί κανείς ότι το θεατρικό δεν είχε ακόμη ανέβει σε κάποιο θέατρο) και η ταινία μετονομάστηκε σε Καζαμπλάνκα, τίτλος που παρέπεμπε στη μεγάλη επιτυχία του 1938 Πληγωμένος Αετός (Algiers)[18]. Ο νέος τίτλος δεν έπειθε τον παραγωγό Τζακ Γουόρνερ καθώς του θύμιζε μάρκα μεξικανικής μπύρας. Ο Γουόλις ήθελε να προσλάβει τον Γουίλιαμ Γουάιλερ για τη σκηνοθεσία της ταινίας, αλλά ο σκηνοθέτης δεν ήταν διαθέσιμος και τότε στράφηκε στο φίλο του, σκηνοθέτη Μάικλ Κερτίζ[19]. Ο Κερτίζ ήταν Ούγγρος εβραϊκής καταγωγής που είχε μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. κατά τη δεκαετία του '20 και σε διάρκεια δέκα χρόνων είχε καταφέρει να γίνει ένας από τους ικανότερους σκηνοθέτες του Χόλυγουντ (με ταινίες όπως: Κάπταιν Μπλαντ, Ρομπέν των Δασών και Κολασμένες Ψυχές). Ο σκηνοθέτης είχε συγγενείς που αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ευρώπη προκειμένου να ξεφύγουν από την οργή των Ναζί.

Πρώτη επιλογή για το ρόλο της Ίλσα ήταν η Αν Σέρινταν, ενώ κάποια στιγμή ο Γουόλις προσέγγισε και τη Χέντι Λαμάρ. Στο τέλος ο Γουόρνερ δανείστηκε την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η οποία ανήκε στο ενεργητικό της εταιρίας του παραγωγού Ντέιβιντ Ο' Σέλζνικ, ανταλλάσσοντάς την με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ. Ο Μπόγκαρτ ανέλαβε τον πρώτο του ρομαντικό πρωταγωνιστικό ρόλο με την ταινία Καζαμπλάνκα, εφόσον μέχρι το 1941 είχε αναλάβει αποκλειστικά ρόλους γκάνγκστερ (με εξαίρεση ίσως το Γεράκι της Μάλτας όπου υποδυόταν τον ντετέκτιβ). Ο Πολ Χένριντ ήταν διστακτικός να αναλάβει το δευτεραγωνιστικό ρόλο του Βίκτορ Λάζλο στην ταινία. Δέχτηκε μόνο όταν ο Ουόλις του υποσχέθηκε ότι το όνομά του θα αναγραφόταν στους τίτλους πλάι σε εκείνα των Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Ο Χένριντ δεν είχε καλές σχέσεις με τους συμπρωταγωνιστές του: αποκάλεσε τον Μπόγκαρτ μέτριο ηθοποιό, ενώ η Μπέργκμαν τον αποκάλεσε πριμαντόνα.

Η έναρξη των γυρισμάτων καθορίστηκε για τον Απρίλιο του 1942, αλλά η μια καθυστέρηση έφερε την άλλη και τα γυρίσματα ξεκίνησαν τελικά στις 25 Μαΐου του 1942. Το σενάριο ήταν ημιτελές[20] όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα και οι καυγάδες των συντελεστών με την εταιρία παραγωγής αποτέλεσε επιβραδυντικό παράγοντα για την ολοκλήρωση της ταινίας. Οι σεναριογράφοι της ταινίας Τζούλιους και Φίλιπ Έπσταϊν, μετά τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ και παρά τη θέληση της εταιρίας εγκατέλειψαν τη συγγραφή του σεναρίου, για να μεταβούν στην Ουάσινγκτον και να εργαστούν με τον Φρανκ Κάπρα που γύριζε το ντοκιμαντέρ Why We Fight[21]. Τη θέση τους πήρε ο Χάουαρντ Κοχ ο οποίος προσέθεσε γύρω στις 40 σελίδες σεναρίου[21]. Όταν οι αδελφοί Έπσταϊν επέστρεψαν από την Ουάσινγκτον συνέχισαν τη συγγραφή του σεναρίου. Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν τον Αύγουστο του 1942 και μέχρι την τελευταία στιγμή οι πρωταγωνιστές δεν ήξεραν που θα οδηγούσε η θυελλώδης σχέση του Ρικ και της Ίλσα. Η Μπέργκμαν ήταν ψηλότερη από τον Μπόγκαρντ και το γεγονός αυτό δημιούργησε κάποια προβλήματα (ο Μπόγκαρντ έπρεπε να στέκεται πάνω σε κούτες στις σκηνές στις οποίες βρισκόταν κοντά στην ηθοποιό)[22]. Η ταινία επρόκειτο να έχει ακόμη μια σκηνή, που ήθελε τον Ρικ και τον αξιωματικό Ρενώ να κατατάσσονται στο στρατό των Συμμάχων που ετοιμαζόταν να αποβιβαστεί στην Αφρική. Ο Ρέινς δεν ήταν διαθέσιμος για την τελική αυτή σκηνή έτσι η ταινία έκλεισε με την ατάκα του ηθοποιού Νομίζω ότι πρόκειται για την αρχή μιας ωραίας φιλίας την οποία έγραψε ο ίδιος ο Χαλ Ουόλις και αποτελεί μια από τις δημοφιλέστερες όλων των εποχών. Ο παραγωγός Ντέιβιντ Ο' Σέλζνικ δήλωσε ότι θα ήταν τεράστιο λάθος αν η ταινία είχε διαφορετικό τέλος. Κατά τη λήξη των γυρισμάτων η ταινία είχε κοστίσει 1.039.000 δολάρια και είχε υπερβεί κατά 75.000 δολάρια τον αρχικό προϋπολογισμό[23].

Φωτογραφία και Μουσική Επένδυση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της ταινίας έπαιξε η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Άρθουρ Έντεσον, ο οποίος είχε αναλάβει τη διεύθυνση φωτογραφίας στις ταινίες Το Γεράκι της Μάλτας (The Maltese Falcon, 1941) και Φρανκενστάιν (Frankenstein, 1931). Ο Έντεσον χρησιμοποίησε σκοτεινό φωτισμό που παραπέμπει στα φιλμ νουάρ και τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, ενώ πίσω από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών εμφανίζονται λωρίδες σκιάς που παραπέμπουν στη φυλάκιση, στον εσταυρωμένο και στον Σταυρό της Λωρραίνης. Το τραγούδι As Time Goes By επίσης συνετέλεσε στην επιτυχία της ταινίας. Το τραγούδι αναφερόταν επίσης στο θεατρικό και ο συνθέτης Μαξ Στάινερ ήθελε να γράψει καινούργιο μουσικό θέμα για να το αντικαταστήσει, αλλά όταν η Μπέργκμαν κλήθηκε να ξαναγυρίσει τις σκηνές στις οποίες ακούγεται το τραγούδι είχε ήδη κόψει τα μαλλιά της κοντά για τον επόμενο ρόλο της εκείνον της Μαρίας στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα (For Whom the Bell Tolls, 1943) και δεν μπόρεσε να ξαναγυρίσει τις σκηνές της[24].

Υποδοχή και Βραβεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, με ειδική μνεία στις ερμηνείες των Μπόγκαρτ και Μπέργκμαν. Έλαβε περαιτέρω διαφήμιση τον Ιανουάριο του 1943, όταν έκανε πρεμιέρα στο Λος Άντζελες την ίδια περίοδο με τη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας[9]. Η ταινία έκανε πρεμιέρα το 1942, οι κριτικοί της Νέας Υόρκης τη συμπεριέλαβαν στη λίστα με της καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Έχασε όμως το βραβείο των κριτικών από την ταινία Ναυάγιο στα Νερά της Κρήτης (In Which We Serve, 1942) του Νόελ Κάουαρντ. Δεδομένου ότι η ταινία έλαβε γενική κυκλοφορία στις Η.Π.Α. στις αρχές του 1943 η ακαδημία του αμερικανικού κινηματογράφου αναγκάστηκε να την συμπεριλάβει στη λίστα με τις υποψήφιες ταινίες του 1943[25]. Η ταινία συνέχισε την ανοδική της πορεία λαμβάνοντας οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ, αποσπώντας τρία, μεταξύ των οποίων και Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Όταν ανακοινώθηκε η νίκη της ταινίας, ο Χαλ Ουόλις έσπευσε να παραλάβει το βραβείο του, εφόσον ήταν ο παραγωγός της ταινίας για να ανακαλύψει ότι τον είχε προλάβει ο Τζακ Γουόρνερ που βρισκόταν ήδη στη σκηνή. Ο Ουόλις στη συνέχεια δήλωσε: Δεν είχα άλλη επιλογή από το να επιστρέψω στη θέση μου ταπεινωμένος κι εξοργισμένος... Έχουν περάσει σαράντα χρόνια κι ακόμη δεν έχω ξεπεράσει το σοκ[26]. Το περιστατικό αυτό οδήγησε τον Ουόλις να εγκαταλείψει την εταιρία δυο μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1943[27]. Η ταινία μέχρι και σήμερα έχει κατακτήσει μια θέση στην καρδιά του κάθε σινεφίλ και μη σε κάθε γωνιά της υφηλίου.

Βράβευση:

Υποψηφιότητα:

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 (Τσεχικά) Česko-Slovenská filmová databáze. 2001.
  2. tt0034583. Ανακτήθηκε στις 1  Οκτωβρίου 2016.
  3. Freebase Data Dumps. Google.
  4. 4,0 4,1 (Αγγλικά) Internet Movie Database. www.imdb.com/title/tt0034583/releaseinfo. Ανακτήθηκε στις 18  Ιουνίου 2022.
  5. tt0034583.
  6. «CASABLANCA (U)». Warner Bros. British Board of Film Classification. 17 Δεκεμβρίου 1942. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Σεπτεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2013. 
  7. Thomas Schatz, Boom and Bust: American Cinema in the 1940s Uni of California Press, 1999 p 218
  8. Ebert, Roger (September 15, 1996). «Casablanca (1942)». Chicago Sun-Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-08-24. https://www.webcitation.org/61AoHNd96?url=http://rogerebert.suntimes.com/apps/pbcs.dll/article?AID=%2F19960915%2FREVIEWS08%2F401010308%2F1023. Ανακτήθηκε στις 2010-03-18. 
  9. 9,0 9,1 «"Howard Koch, Julius Epstein, Frank Miller Interview" May, 1995 By Eliot Stein of "STEIN ONLINE" on COMPUSERVE». vincasa.com. Μάιος 1995. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2008.  Frank Miller: "There was a scene planned, after the ending, that would have shown Rick and Renault on an Allied ship just prior to the landing at CASABLANCA but plans to shoot it were scrapped when the marketing department realized they had to get the film out fast to capitalize on the liberation of North Africa."
  10. Briony Smith· Andrew Wallace. «The demise of dating: Two writers square off on their favourite fictional dating men». Elle Canada. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2012. 
  11. «How Hollywood (Fictionally) Won World War Two». Empire magazine. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2012. 
  12. Emma Jones (13 Φεβρουαρίου 2012). «Guess the movie quote: How well do you know classic romantic films?: Casablanca». MSN Entertainment Canada. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2012. 
  13. Dee Doyle (5 Ιουνίου 2008). «Best Movie Lines That Have Stuck In Pop Culture». starpulse.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2012. 
  14. "Round up the usual suspects", for example, has been incorporated in the titles of business Αρχειοθετήθηκε 2012-11-03 στο Wayback Machine., sociology and political science Αρχειοθετήθηκε 2015-12-12 στο Wayback Machine. articles.
  15. «You CAN play it again (in your own living room): Casablanca piano heads to auction for $1.2m on 70th anniversary of classic movie». Mail Online. November 27, 2012. http://www.dailymail.co.uk/news/article-2239371/Casablanca-piano-heads-auction-block-1-2m-70th-anniversary-Hollywood-classic.html?ito=feeds-newsxml. 
  16. Behlmer 1985, σελ. 194
  17. Francisco 1980, σελ. 33
  18. Harmetz 1992, σελ. 30
  19. Harmetz 1992, σελ. 75
  20. Francisco 1980, σελίδες 141–142
  21. 21,0 21,1 Behlmer 1985, σελ. 208
  22. Harmetz 1992, σελ. 170
  23. Robertson, James C. (1993). The Casablanca Man: The Cinema of Michael Curtiz. London: Routledge. σελ. 79. ISBN 0-415-06804-5. 
  24. Το τραγούδι "As Time Goes By" έγινε μεγάλη επιτυχία μετά την κυκλοφορία της ταινίας κι έμεινε για 21 εβδομάδες στη λίστα με τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εποχής.
  25. Francisco 1980, σελ. 195
  26. Ronald Haver. «Casablanca: The Unexpected Classic». The Criterion Collection Online Cinematheque. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2010. 
  27. Harmetz 1992, σελίδες 321–324

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]